- παλαιοπώλης
- οαυτός που εμπορεύεται (πουλά και αγοράζει) παλιά πράγματα, αλλ. παλιατζής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλαιοπώλης — ο, θηλ. ισσα έμπορος παλιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλιατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + πώλης (< πωλώ)] … Dictionary of Greek
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλαιοπωλείο — το κατάστημα στο οποίο πωλούνται παλιά, ιδίως μεταχειρισμένα, αντικείμενα, παλιατζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
παλαιοπωλικός — ή, ό [παλαιοπώλης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιοπώλη και στην πώληση παλιών αντικειμένων. επίρρ... παλαιοπωλικώς σύμφωνα με τον τρόπο που αρμόζει σε παλαιοπώλη … Dictionary of Greek
παλιατζής — ο, θηλ. παλιατζού αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά τού επιθ. παλιός + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] … Dictionary of Greek
σκιτζής — και σκιντζής, ο, Ν 1. αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια, μπαλωματής 2. μτφ. α) αδαής, αδέξιος επαγγελματίας β) άνθρωπος πεπαλαιωμένων μεθόδων και αντιλήψεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskici «παλαιοπώλης, μπαλωματής»] … Dictionary of Greek
Ζωγράφου, Λιλή — (Ηράκλειο Κρήτης 1922 – 1998). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Ήταν κόρη δημοσιογράφου και εκδότη εφημερίδας στο Ηράκλειο Κρήτης, από τον οποίο κληρονόμησε την αγάπη για την αρθρογραφία αλλά και τον γνήσιο φιλελευθερισμό που τη διέκρινε. Στα… … Dictionary of Greek
Σολέρα, Τεμίστοκλε — (Solera). Ιταλός λιμπρετίστας, συνθέτης και ποιητής (Φεράρα 1815 Μιλάνο 1878). Σπούδασε λογοτεχνία και μουσική στη Βιέννη και στο Μιλάνο. Από το 1846 ήταν σύμβουλος της βασίλισσας της Ισπανίας Ισαβέλλας και ιμπρεσάριος στα λυρικά θέατρα της… … Dictionary of Greek
παλιατζής — ο ή, θηλ. παλιατζού ούς, αυτός που εμπορεύεται παλιά αντικείμενα, αλλ. παλαιοπώλης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)